- οσμόμετρο
- (I)τοόργανο με το οποίο καταμετρείται η οξύτητα τής οσφρήσεως, οσμοσκόπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οσμή + μέτρο].————————(II)τοβλ. ωσμόμετρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οσμόμετρο — το 1. όργανο που μετρά την οξύτητα της αίσθησης της όσφρησης, αλλ. οσμοσκόπιο. 2. όργανο καταμέτρησης της οσμικής ενέργειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οσμομετρικός — (I) ή, ό [οσμομετρία / οσμόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οσμομετρία ή στο οσμόμετρο. (II) ή, ό βλ. ωσμομετρικός … Dictionary of Greek
ωσμόμετρο — και ωσμώμετρο και εσφ. τ. οσμόμετρο, το, Ν χημ. διάταξη για τη μέτρηση τής ωσμωτικής πίεσης ανάμεσα σε ένα διάλυμα και στον αντίστοιχο διαλύτη, με ταυτόχρονο προσδιορισμό τών μοριακών βαρών τών συστατικών τού διαλύματος (α. «δυναμικό ωσμόμετρο» β … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
οσμοσκόπιο — (I) το οσμόμετρο (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmoscope < οσμή + σκόπιο (< σκόπος), πρβλ. στηθο σκόπιο]. (II) το βλ. ωσμοσκόπιο … Dictionary of Greek